- εξέμεση
- η (AM ἐξέμεσις)το να εξεμεί, να ξερνάει κάποιος («εξέμεση τροφών», «εξέμεση ύβρεων»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεμέσῃ — ἐξεμέω vomit forth aor subj mid 2nd sg ἐξεμέω vomit forth aor subj act 3rd sg ἐξεμέω vomit forth fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξεμετικός — ἐξεμετικὸς, ή, όν (Μ) αυτός που προκαλεί εξέμεση … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek